-
1 πρόδικος
A judged first, δίκα π. a cause which has priority of hearing, IG9(1).334.32 ([dialect] Locr., v B.C.), cf. Michel497.2(Aerae, iii B.C.), etc.2 [voice] Act.,judging in first instance, iiB 8(Delph., iv B.C.), cf. GDI5040.63 ([place name] Crete).II Subst., defender, avenger, A.Ag. 450(lyr.); representative in legal proceedings, advocate,γυναικὸς ἑαυτοῦ BGU969.7
(ii A.D.); esp. of public advocates, IG9(1).694.114(Corc.): metaph., advocate, patron,τῆς ἐναργείας Plu.2.1083c
.2 at Sparta, a young king's guardian, X.HG4.2.9, Plu.Lyc.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόδικος
См. также в других словарях:
πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και … Dictionary of Greek